- ποδότης
- (I)-ητος, ἡ, Α [πους, ποδός]η ιδιότητα ανθρώπων και ζώων να έχουν πόδια.————————(II)ο, ΝΜναύκληρος, λοοτρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποδότης (< ἀποδίδωμι), με σίγηση τού αρκτικού α-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδότης — footedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδότητος — ποδότης footedness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τεττιγότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. της* κατά τα ποδότης, τραπεζότης] … Dictionary of Greek